- μεταβάλλω
- (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω]αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.)μσν.1. αναπληρώνω2. μεταπείθω κάποιον3. μέσ. μεταβάλλομαιμετριάζω, περιστέλλω κάτι3. φρ.) α) «μεταβάλλω εἰς ὀργήν» — οργίζομαι εναντίον κάποιουβ) «μεταβάλλομαι εἰς χαράν» — χαίρομαιμσν.-αρχ.1. αλλάζω τόπο, μετακινούμαι2. διασκευάζω, μεταγλωττίζω, μεταφράζω («εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν μεταβάλλειν», Ιώσ.)αρχ.1. στρέφω κάτι προς διαφορετική θέση ή κατεύθυνση («μεταβάλλειν ποταμόν», Ιουλ.)2. επιχειρώ ή υφίσταμαι τροποποίηση τής κατάστασής μου3. (για καταστάσεις) διαδέχομαι κάτι («καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι», Ευρ.)4. μέσ. α) ανταλλάσσωβ) συναλλάσσομαι, εμπορεύομαι («μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ», Ξεν.)γ) μεταφέρω, μετατοπίζωδ) κλίνω προς μια κατεύθυνσηε) αλλάζω μέρη, τόπουςστ) στρέφομαι, κλίνωζ) ανακατώνω με κουτάλι5. απρόσ. μεταβάλλειαλλάζει η πορεία, ο ρυθμός, ο ρους («μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων», Θεόφρ.)6. φρ. α) «μεταβάλλω δίαιταν» — αλλάζω τρόπο ζωήςβ) «μεταβάλλω ὀργήν» — ξεθυμώνω, μού περνά ο θυμόςγ) «μεταβάλλω εὔνοιαν» — αποβάλλω την εύνοια, σταματώ να δείχνω εύνοιαδ) «μεταβάλλω χώραν ἐκ χώρας» — πηγαίνω από τη μια χώρα στην άλλη7. μετατοπίζω, μεταφέρω, μετακομίζω κάτι σε άλλη θέση («ἵνα τὸν σῑτον μεταβάλησθε», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.